- διαχορεύει
- διά-χορεύωdance a roundpres ind mp 2nd sgδιά-χορεύωdance a roundpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαχορεύω — (Μ) περιφέρομαι ανενόχλητος όπως ο χορευτής στη σκηνή («τὴν Ρωμαίων γῆν διαχορεύει», Θεοφύλακτος ο Σιμοκράτης) … Dictionary of Greek